- σιδηροκυανικός
- -ή, -ό, Ν(για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει σίδηρο και κυάνιο, σιδηροκυανιούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροκυάνιο. Η λ. είναι νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ferrocyanic (acid) και μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.